φάσκος

φάσκος
(I)
ο, ΝΜΑ, και σφάκος Α- άλλη, κοινή σήμερα, ονομασία τής φασκομηλιάς, ο ελελίφασκος τού Διοσκορίδη
αρχ.
είδος λειχήνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. φάσκο].
————————
(II)
τὸ, Α
δέσμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. fascis «δέσμη, δεσμίδα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φάσκος — sage apple neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάσκει — φάσκος sage apple neut nom/voc/acc dual (attic epic) φάσκεϊ , φάσκος sage apple neut dat sg (epic ionic) φάσκος sage apple neut dat sg φάσκω say pres ind mp 2nd sg φάσκω say pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φασκίων — φάσκος sage apple neut gen pl (doric) φασκιόω fascia imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) φασκιόω fascia imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάσκο — το / φάσκον, ΝΜΑ νεοελλ. κοινή ονομασία βρύου τών δένδρων αρχ. είδος λειχήνας. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. άγνωστης ετυμολ., που δηλώνει αφ ενός το φυτό ελελίσφακος, τη φασκομηλιά, και αφ ετέρου ένα είδος λειχήνα, ο οποίος φύεται στις δρυς, δύο φυτά που έχουν ως …   Dictionary of Greek

  • σφάκος — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ.), στην επαρχία Σελίνου, του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Κακοδικίου. * * * ὁ, Α βλ. φάσκος …   Dictionary of Greek

  • φάκο — το, Ν κοινή ονομασία είδους φυτού τού γένους σάλβια. [ΕΤΥΜΟΛ. Διαλ. ονομ. τού γνωστού με τη λόγια ονομ. φυτού ελελίσφακον ή ελελίσφακος (πρβλ. τις επίσης διαλ. ονομ. τού φυτού φάσκος, σφάκα, σφακιά)] …   Dictionary of Greek

  • φασκίς — Α (κατά τον Ησύχ.) «διάφυσον». [ΕΤΥΜΟΛ. Η σημ. τού τ. δι άφυσος (< διά + ἄφυσος «είδος δοχείου», πρβλ. ἀφύσσω «αντλώ», δι αφύσσω) οδηγεί στην υπόθεση ότι ο τ. φασκίς αποτελεί εσφ. ανάγνωση αντί τού σκαφίς (πρβλ. σκάφη, σκάπτω) με αντιμετάθεση… …   Dictionary of Greek

  • φάσκα — φάσκᾱ , φάσκος sage apple neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • bher-3 —     bher 3     English meaning: to scrape, cut, etc.     Deutsche Übersetzung: “with einem scharfen Werkzeug bearbeiten, ritzen, schneiden, reiben, spalten”     Material: O.Ind. (gramm.) bhr̥nüti (?) “injures, hurts, disables” = Pers. burrad… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”